Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου 2017



Οἱ Κερδυλλιῶτες 


4.2 ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
4.2.1 ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΚΑ - ΓΛΩΣΣΙΚΑ

(Απόσπασμα από το Βιβλίο ¨Η Ιστορία των Κερδιλλίων" Γεωργίου Κ. Κυρμελή)


        Οἱ Κερδυλλιῶτες εἶναι καθαροί Μακεδόνες. Δέν μπορεῖ πλέον νά μιλάει κανείς γιά Θράκες καί θρακικά χαρακτηριστικά. Ἄλλωστε πολύ περισσότερο θά μποροῦσε νά μιλήσει γιά Ἀνδριώτες καί χαρακτηριστικά νησιώτικα-κυκλαδικά. Ἐφ᾽ ὅσον ἀποδεδειγμένα τό ἀρχαῖον «Κερδύλιον» ἦτοἀποικία τῶν Ἀνδρείων, τό ἴδιο θά μποροῦσαν νά ποῦν μαζί τους κι οἱ Τραγιλιῶτες καί μάλιστα οἱ Ἀηδονοχωρίτες, ἀφοῦ ἡ ἀρχαία Τράγιλος ἦταν σχεδόν ἐδῶ πού εἶναι σήμερα τό Ἀηδονοχώρι. Βέβαια τά ἀνθρωπολογικό ὑπόβαθρό μαςεἶναι δεδομένο καί δέν ἐπιδέχεται κανέναν πλέον Φαλμεράϋερ. Ὅ,τι νά συμβαίνει, τά χαρακτηριστικά τους δέν ἀλλοιώθηκαν διά μέσου τῶν αἰώνων, καί μάλιστα ὄχι μόνο τά φυσιογνωμικά, ἀλλά καί τά λοιπά. Μιλοῦμε βέβαια ὄχι γιά τούς συγχρόνους-Νεοκερδυλλιῶτες, μά γιά τούς παπποῦδες καί προπάππους.Τά γνωρίσματα αὐτά εἶναι γνωστά καί δέν χρειάζεται νά ἐπαναληφθοῦν ἐδῶ: ψηλοί, καστανόξανθοι, γαλανομάτες, μέ μεγάλο μέτωπο, μέ ἐλαφρά κύρτωση,νευρώδεις. Λιγόλογοι, σοβαροί, ἐργατικοί . Πρέπει νά ὁμολογήσει κανείς ὅτι οἱ φυσιογνωμίες τῶν ἀνθρώπων μας τά χρόνια ἐκεῖνα,τά παλιά, δέν ἔδειχναν πλήρως τά παραπάνω χαρακτηριστικά. Οἱ παντοειδεῖς κακουχίες, τά βάσανα, οἱ ταλαιπωρίες, ἡ φτώχεια κυρίως κατά τήν τελευταία ἐκατονταετία, ὅλα αὐτά ἐπέφεραν κάποια παροδική ἀλλοίωση. 
      Ἀλλοιώθηκαν τά πρόσωπα, τά σώματα καμπούριασαν, ἐξαντλήθηκαν. «Πέθαναν νησκοί πατηράδις μας», ἀκοῦς καί σήμερα τούς μεγαλύτερους πού κάτι θυμοῦνται. Ἔπρεπε νά ἀποστραγγισθεῖ ἡ λίμνη, νά μοιραστεῖ ἡ βάλτα, νά περισσέψει λίγο σιτάρι, νά λαδωθεῖ τό ἔντερο γιά νά ἀρχίζει νά ἐμφανίζεται ἕνα ξεχασμένο χαμόγελο καί νά ὡραίζει τό πρόσωπο. 
        Παρά ταῦτα, ἄν προσέξει κανείς πολύ, θά δεῖ χαρακτηριστικά πού δέν προβληματίζουν για την αὐτοχθονία κανενός. ‘H κλωστή τῆς διαχρονίας στον τόπο αὐτό ἐκτέλεσε σχεδόν κύκλο: Ἄργιλος-Κερδύλλιο-Κρούσοβες-Νέα Κερδύλλια. Τά Κερδύλλια, ὅπως καί ἄλλα παλιά χωριά τῆς εὐρύτερης περιφέρειας, φιλοξένησαν πολλούς συνέλληνες ἀπό διάφορες περιοχές τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ὅλοι αὐτοί ἀφομοιώθηκαν γλωσσικῶς, πολιτιστικῶς, ἀλλά ὄχι φυσιογνωμικῶς. Ἕνας προσεκτικός παρατηρητής θά διαπιστώσει τή διαφορά.  

Μεταξύ αὐτῶν πού διατήρησαν τήν φυσιογνωμική καί γλωσσική τους 
ἰδιομορφία εἶναι οἱ Σαρακατσαναῖοι, γιά τούς ὁποίους θά μιλήσου 
με ἀμέσως παρακάτω.
Ἀντίξοες λοιπόν συνθῆκες  πίεζαν καί τόν ψυχικό τους κόσμο. 
Τούς ἔκαμναν σκληρούς κι ἀπόκοσμους. Διστακτικούς στίς διαχύ
σεις καί στίς θερμές μεταξύ τους σχέσεις. Ὁ πατέρας δέν χάϊδευε 
τό νεογέννητο, ἦταν ντροπή νά τό πάρει ἀγκαλιά. Ὄχι, δέν ἔλειπε 
ἡ ἀγάπη, ἔλειπε ἡ «ὄμορφη ἀποκοτιά» νά σπάσει τή  σκληρή τάξη, 
πού ἤθελε τόν πατέρα, ἀκόμη καί τό μεγάλο ἀδελφό, σκληρό, του
λάχιστο νά φαίνεται ἔτσι. Γι αὐτό ἡ πατρική ἐντολή ἦταν θεϊκή, δέ 
χωροῦσε  ὄχι συζήτηση, μά οὔτε καί γκριμάτσα δυσφορίας.
‘H  «ὄμορφη  ἀποκοτιά» παρουσιάζονταν μόνο στίς μεταξύ τῶν 
νέων σχέσεις. Τό αἴσθημα δέν τιθασσεύεται σέ κανένα μέρος τοῦ 
κόσμου. Βρίσκει τρόπους νά ἐκδηλώνεται καί στίς πλέον δυσμενεῖς 
συνθῆκες. Οἱ νέοι καί οἱ νέες ἔβρισκαν τρόπους νά «μιλοῦν» εἴτε 
στό Ντριγανίστσ᾽, εἴτε στήν Πελέκα καί τό Σουλίστρο. Ὁμιλίες,τίς 
περισσότερες φορές, μέ τά μάτια, πού λέν πιό πολλά ἀπ’ ὅσα ἡ γλῶσσα. Προξενιά κυρίως, ἀλλά καί αἰσθήματα,  γιά νά ὀργιάζει τό κοτσομπολιό μεταξύ τῶν γυναικῶν καί τῶν κοριτσιῶν... «Τά ἔμαθτι; Γιώργους τ᾽  Πατσιᾶ τά ἔχ᾽   μι  τ᾽ Λένκου τ᾽ Τσιάγκα. Γι αὐτό  ὅλου πιρνάει᾽  πού δῶ». Τό πῆρε ὁ ἄνεμος καί γέμισε τό χωριό. Σέ λίγο, ὑποχρεωτικά σχεδόν, ἀκολουθοῦσε ὁ ἀρραβώνας. Σέ πολλά σημεῖα τοῦ βιβλίου αὐτοῦ παραθέτω αὐτούσιες φράσεις τῶν ἀνθρώπων μας ὄχι γιά ἄλλους λόγους, μά γιά νά φανεῖ ἡ ἰδιομορφία τοῦ λόγου. Ἰδιομορφία πού μοιάζει περισσότερο τό ἰδίωμα τῶν βόρειων Χαλκιδικιωτῶν (πολύ στενές σχέσεις), παρά τῶν Νταρνακοχωριτῶν καί, βέβαια, καμιά σχέση μέ τά προσφυγικά. Εἶναι ἡ γλώσσα τῆς Βισαλτίας: δωρική, βαρειά στήν προφορά, οἱ λέξεις συγκοπτόμενες, τά κύρια ὀνόματα πολλές φορές χωρίς τό ἄρθρο(ποιός ρέ; (ὁ) Γιάνς) καί ποτέ θηλυκό ἄρθρο γιά ἀρσενικό ὑποκείμενο(Βόρειοι Χαλκιδικιῶτες, « ἡ Γιώρς»), βραχέα φωνήεντα  διότι βραχεῖα καί ἡ προφορά. Παίζει κανείς μεταξύ συμφώνων. Ρήματα πού ἐκφράζουν κάτι περισσότερο ἀπό τήν κυριολεκτική τους σημασία (Νιρτσιώνουμι, εἶμαι ἕτοιμος νά ἐπιτεθῶ· (τό ἐπιπλέον ἐδῶ: σηκώνονται ὄρθιες οἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς) Νισκιρίζω, ἀνακατώνω κι ὄχι μόνο·  ἀλμπίζουμι, λιμπίζομαι, ντιρικώνουμι, ντεργιέμαι, διστάζω, αὐκριέμι, ἀκούω προσεκτικά κ.ἄ.). Βεβαίως ὑπάρχουν καί ξένες λέξεις στό λεξιλόγιό τους. Λέξεις πού υἱοθετήθηκαν σ᾽ ὅλη τή Χερσόνησο τοῦ Αἵμου: τουρκικές καί σλαβικές κυρίως  καί πού χρησιμοποιοῦνται μέχρι σήμερα καί πού συνήθως εἶναι τοπωνύμια. Στά νεώτερα χρόνια ἐκφράζουν τήν ἱστορία τοῦ τόπου, πού πάει νά ξεχασθεῖ καί πού μᾶς βάζουν νά τή ξεχάσουμε. Τά χωριά μας, ἐκεῖ ψηλά, εἶναι πρόφραγμα ὄχι πλέον στούς ξένους-ἐχθρούς, μά πρόφραγμα στό ἔγκλημα τῆς δικῆς μας λήθης.Τά ὀνόματα ὅλα καθαρά ἑλληνικά. Στο Βυζάντιο περισσότερο, ἐπιπολάζει ὅμως καί σήμερα τό ὄνομα Καλή-Καλούδα. Ἐντύπωση κάνει τό σπάνιο ὄνομα Θεοτόκιος καί Θεοτοκώ πάλι στο Βυζάντιο. Ὑπάρχει  ἕνα σλαβικό ὄνομα.. Μποζιάνα (Μπόζια, Χρυσούλα). Τό ὄνομα Μπόζια (θειά Μπουζιούδα) ὑπαρκτό πρίν λίγα χρόνια, τώρα χάθηκε. Ἐπίσης ἐπιπολάζει καί τό Ἀδάμ.Οἱ ἄνθρωποί μας δέν ἔχουν νά ἐπιδείξουν πολιτιστικές περγαμηνές. Ἔχουν ὅμως στό ἐνεργητικό τους τήν πιστή, μέχρι φανατισμοῦ, στή-ριξη τῶν ἠθῶν καί ἐθίμων, τή διαχρονία τῆς γλώσσας καί τή βαθειά πίστη τους στήν Ἐκκλησία. Ὅλα αὐτά τά πολιτισμικά στοιχεῖα τούς στήριξαν καί τούς διατήρησαν διά μέσου δύσκολων καί αὐχμηρῶν ἐποχῶν. Τούς ἔφεραν στή σύγχρονη ἐποχή μέ τή σφραγίδα τῆς γνησιότητας καί  καθαρότητας στά μέτωπά τους. Σήμερα αὐτή ἡ κα-θαρότητα πάει νά χαθεῖ, ἀκόμα καί ἡ σωματική διάπλαση. Ἴσως νά εὐθύνεται ἐν μέρει ἡ ξένη για μᾶς δίαιτα πού μᾶς ἐπέβαλαν καί στανικά καί βίαια τήν ἐπιβάλλουμε καί μεῖς στά παιδιά μας. Προπάντων οἱ δῆθεν ἐξευρωπαϊσμένες μητέρες. Μαζί μέ τήν ἀρρωστημένη πλούσια δίαιτα-  ἀλήθεια ποῦ εἶναι ἡ Μεσογειακή;- μᾶς ἔρχεται ἀπ’ ἔξω καί ἡ ἐνδυμασία πού κάθε ἄλλο παρά διευκολύνει τό σῶμα. Κι ὕστερα ἐκεῖνα τά ξενικά ὀνόματα πού συμπορεύονται μέ τήν ξενική μουσική.  Σέ λίγο, βοηθούσης καί τῆς ἀθρόας ἐγκατάστασης πάσης φυλῆς καί γλώσσας, θά γίνουμε ὄντα ἄχρωμα, ἄοσμα καί ἄγευστα. ‘H ἑλληνική ὄσφρηση, ἀκόμη καί τοῦ σώματος χάνεται. Κι ἡ γλώσσα μας ἄλλαξε κι ἀλλάζει, σκέτοι φραγκολεβαντῖνοι.